- ἐκλείγματος
- ἔκλειγμαmedicine that melts in the mouthneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλείχω — ἐκλείχω (AM) γλείφω αρχ. 1. κατατρώγω 2. (για φάρμακα) ἐκλείχομαι λαμβάνομαι σε μορφή εκλείγματος … Dictionary of Greek